συνεχολογία

συνεχολογία
η, Ν
(φιλοσ.) θεωρία σχετικά με την ιδιότητα τού συνεχούς και τού αδιάλειπτου τών όντων αλλά και τών όσων συμβαίνουν στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεχής + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικ. Κοτζιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεχολογικός — ή, ό, Ν [συνεχολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνεχολογία («συνεχολογική θεωρία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”